- Θεμίστων
- Θέμιστοςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεμίστων — θέμις that which is laid down fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ετέαρχος — (7ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Κρητικής πόλης Aξού ή Όαξου. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως πίστεψε στις διαβολές της δεύτερης συζύγου του εναντίον της ορφανής κόρης του Φρονίμης, ότι τάχα ζούσε έκλυτη ζωή, και την παρέδωσε στον έμπορο Θεμίστωνα από τη… … Dictionary of Greek